ItalianoGreco


pùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpuro]

1 ερασιτέχνης (σπορ)
2 αγνός άνθρωπος

pùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpuro]

αγνός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pura lana [θηλ.] vergine = το αγνό παρθένο μαλλί



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---