Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


qualcùno  
οριστική αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [kwalˈkuno]

1 κάποιος (-α)
2 (in frasi interrogative) κανείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  qualcosa quale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quadruplo (αρσ. επίθ και ουσ)
quaggiù (επίρ.)
quaglia (θηλ.ουσ)
qualche (οριστ. επίθ.)
qualcosa (οριστ. αντων.)
qualcuno (οριστ. αντων.)
quale (επίθ.)
qualifica (θηλ.ουσ)
qualificabile (επίθ.)
qualificare (ρ. μτβ.)
qualificativo (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificato (επίθ.)
qualificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificazione (θηλ.ουσ)
qualità (θηλ.ουσ)
qualitativamente (επίρ.)
qualitativo (ουσ αρσ )
qualitativo (επίθ.)
qualora (σύνδ.)
qualsiasi (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---