Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


qualificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kwalifiˈkare]

1 αποκαλώ
2 ορίζω
3 περιγράφω
4 χαρακτηρίζω
5 πιστοποιώ
6 ονομάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  qualificabile qualificativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

qualcosa (οριστ. αντων.)
qualcuno (οριστ. αντων.)
quale (επίθ.)
qualifica (θηλ.ουσ)
qualificabile (επίθ.)
qualificare (ρ. μτβ.)
qualificativo (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificato (επίθ.)
qualificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificazione (θηλ.ουσ)
qualità (θηλ.ουσ)
qualitativamente (επίρ.)
qualitativo (ουσ αρσ )
qualitativo (επίθ.)
qualora (σύνδ.)
qualsiasi (επίθ.)
qualunque (επίθ.)
qualunquismo (ουσ αρσ )
quando (επίρ.)
quantico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---