Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quéllo  
δεικτικό επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwello]

εκείνος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quei querceta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare quello che pare e piace = κάνω ό, τι μου καπνίσει


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quattrocento (αρσ. επίθ και ουσ)
quattrofoglie (ουσ αρσ )
quattromila (αρσ. επίθ και ουσ)
quegli (δεικτ. αντων.)
quei (δεικτ. αντων.)
quello (δεικτ. επίθ.)
querceta (θηλ.ουσ)
querceto (ουσ αρσ )
quercia (θηλ.ουσ)
quercino (επίθ.)
querciola (θηλ.ουσ)
querela (θηλ.ουσ)
querelante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querelare (ρ. μτβ.)
querelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
querelato (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querimonia (θηλ.ουσ)
querulo (επίθ.)
quesito (ουσ αρσ )
questi (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---