Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόquerelànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kwereˈlante] 1 κατήγορος 2 μηνυτής 3 εγκαλών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |