Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόquìntuplo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkwintuplo] 1 πενταπλός 2 πενταπλάσιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |