raccorciàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [rakkorˈʧare]
1 περικόβω
2 συντέμνω
3 ψαλιδίζω
4 μικραίνω
5 συντομεύω
6 συντέμνω
7 κονταίνω
8 μειώνω
9 περικόπτω
10 βραχύνω
11 κουτσουρεύω
raccorciarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [rakkorˈʧarsi]
1 μπαίνω (για ρούχα) στο πλύσιμο
2 συντομεύω
3 γίνομαι συντομότερος
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [rakkorˈʧare]
1 περικόβω
2 συντέμνω
3 ψαλιδίζω
4 μικραίνω
5 συντομεύω
6 συντέμνω
7 κονταίνω
8 μειώνω
9 περικόπτω
10 βραχύνω
11 κουτσουρεύω
raccorciarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [rakkorˈʧarsi]
1 μπαίνω (για ρούχα) στο πλύσιμο
2 συντομεύω
3 γίνομαι συντομότερος
permalink
raccorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccorciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android