Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccordàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rakkorˈdare]

1 προσαρτώ
2 συνδέω
3 διασυνδέω
4 συγκολλώ
5 κοτσάρω
6 ενώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccorciarsi raccordo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccontare (ρ. μτβ.)
racconto (ουσ αρσ )
raccorciamento (ουσ αρσ )
raccorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccordare (ρ. μτβ.)
raccordo (ουσ αρσ )
raccostamento (ουσ αρσ )
raccostare (ρ. μτβ.)
raccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccozzare (ρ. μτβ.)
raccozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
racemato (επίθ.)
racemico (επίθ.)
racemifero (επίθ.)
racemo (ουσ αρσ )
racemoso (επίθ.)
rachialgia (θηλ.ουσ)
rachicentesi (θηλ.ουσ)
rachide (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---