ItalianoGreco


raffrontatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [raffrontaˈtore]

1 διορθωτής
2 άνθρωπος που κάνει αντιπαραβολή
3 συλλέκτης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---