ItalianoGreco


rasóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raˈsojo], [raˈzojo]

ξυράφι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


rasoio [αρσ.] elettrico = η ξυριστική μηχανή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z