ItalianoGreco


regressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [regresˈsjone]

1 οπισθοδρόμηση
2 καρκινοβασία
3 σταδιακή απώλεια ικανοτήτων
4 οπισθοχώρηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---