ItalianoGreco


rèprobo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛprobo]

διεφθαρμένος άνθρωπος

rèprobo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛprobo]

1 ανήθικος
2 κολασμένος
3 βιτσιόζος
4 αμαρτωλός
5 σαπρός
6 σκάρτος
7 παραλυμένος
8 κακός
9 σάπιος
10 διεφθαρμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---