rèprobo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛprobo]
διεφθαρμένος άνθρωπος
rèprobo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛprobo]
1 ανήθικος
2 κολασμένος
3 βιτσιόζος
4 αμαρτωλός
5 σαπρός
6 σκάρτος
7 παραλυμένος
8 κακός
9 σάπιος
10 διεφθαρμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛprobo]
διεφθαρμένος άνθρωπος
rèprobo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛprobo]
1 ανήθικος
2 κολασμένος
3 βιτσιόζος
4 αμαρτωλός
5 σαπρός
6 σκάρτος
7 παραλυμένος
8 κακός
9 σάπιος
10 διεφθαρμένος
permalink
reprobo (ουσ αρσ )
reprobo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android