ItalianoGreco


repubblicàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [repubbliˈkano]

1 μέλος ρεπουμπλικανικού κόμματος
2 δημοκράτης
3 ρεπουμπλικάνος

repubblicàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [repubbliˈkano]

δημοκρατικός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---