ItalianoGreco


respingènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [respinˈʤɛnte]

1 προφυλακτήρας
2 προσκρουστήρας
3 διάταξη απορρόφησης χτυπήματος

respingènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [respinˈʤɛnte]

απωθητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---