ItalianoGreco


respìnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [resˈpinto]

αποτυχών υποψήφιος

respìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [resˈpinto]

1 απορριφθείς
2 κομμένος (σε μάθημα)
3 αποτυχημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---