ItalianoGreco


restringiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [restrinʤiˈmento]

1 ύφεση εμπορικής επιχείρησης
2 στένεμα
3 στένωση
4 περιορισμός
5 σφίξιμο
6 συρρίκνωση
7 περικοπή
8 μάζεμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---