restringiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [restrinʤiˈmento]
1 ύφεση εμπορικής επιχείρησης
2 στένεμα
3 στένωση
4 περιορισμός
5 σφίξιμο
6 συρρίκνωση
7 περικοπή
8 μάζεμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [restrinʤiˈmento]
1 ύφεση εμπορικής επιχείρησης
2 στένεμα
3 στένωση
4 περιορισμός
5 σφίξιμο
6 συρρίκνωση
7 περικοπή
8 μάζεμα
permalink
restringimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android