ItalianoGreco


ridicolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ridikoˈlettsa]

1 γελοιότητα
2 ανοησία
3 ατόπημα
4 παραδοξολογία
5 μωρία
6 παραδοξολόγημα
7 ασήμαντο πράγμα
8 ατοπία
9 παραλογισμός
10 μικροδουλειά
11 μικροποσό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---