ItalianoGreco


rielaborazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rielaboratˈtsjone]

1 νέα επεξεργασία
2 επεξεργασία με νέα θεώρηση του έργου
3 κριτική αναθεώρηση και επεξεργασία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---