ItalianoGreco


riempìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riemˈpire]

γεμίζω, ξαναγεμίζω

riempirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riemˈpirsi]

1 γεμίζω
2 χορταίνω
3 παραφουσκώνω


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


riempire di botte = σπάζω στο ξύλο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---