ItalianoGreco


rilàscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈlaʃʃo]

1 παράδοση
2 χορήγηση
3 απελευθέρωση
4 λύτρωση
5 αποδέσμευση
6 δικαίωμα εκμετάλλευσης
7 ξαλάφρωμα
8 επίδοση
9 αποστολή αγαθών με ένα φορτίο
10 διανομή
11 απαλλαγή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---