ItalianoGreco


rimaneggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimanedʤaˈmento]

1 εκ νέου συζήτηση
2 διασκευή
3 αναδιάταξη
4 αναδιοργάνωση
5 ανασχηματισμός
6 επανεξέταση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---