rimbambìto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rimbamˈbito]
1 ραμολής
2 ραμολιμέντο
3 ξεμωραμένος γέρος
4 κρονόληρος
5 γεροκουνενές
6 ξεκουτιάρης
7 μπάμπαλο
8 ραμολί
9 ξεκούτης
rimbambìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rimbamˈbito]
1 ξεμωραμένος
2 παλίμπαις
3 ξαναμωραμένος
4 αποβλακωμένος
5 ξεκουτιασμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rimbamˈbito]
1 ραμολής
2 ραμολιμέντο
3 ξεμωραμένος γέρος
4 κρονόληρος
5 γεροκουνενές
6 ξεκουτιάρης
7 μπάμπαλο
8 ραμολί
9 ξεκούτης
rimbambìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rimbamˈbito]
1 ξεμωραμένος
2 παλίμπαις
3 ξαναμωραμένος
4 αποβλακωμένος
5 ξεκουτιασμένος
permalink
rimbambito (ουσ αρσ )
rimbambito (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android