ItalianoGreco


rimpàsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rimˈpasto]

1 ζύμωμα εκ νέου
2 αναδιανομή ρόλων
3 ξαναζύμωμα
4 ανακάτωμα
5 ανακάτεμα
6 ανασύνθεση
7 ανασχηματισμός
8 μείγμα
9 ανάδευση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---