rimpiàzzo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rimˈpjattso]
1 αντικατάσταση
2 αναπλήρωμα
3 υποκατάστατο
4 αλλαγή φρουράς
5 υποκατάσταση
6 αναπλήρωση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rimˈpjattso]
1 αντικατάσταση
2 αναπλήρωμα
3 υποκατάστατο
4 αλλαγή φρουράς
5 υποκατάσταση
6 αναπλήρωση
permalink
rimpiazzo (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android