ItalianoGreco


riprensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riprenˈsjone]

1 καταδίκη
2 κατάκριση
3 επίκριση
4 αποδοκιμασία
5 κατσάδα
6 κατσάδιασμα
7 έλεγχος
8 επίπληξη
9 κατάκριση
10 μομφή
11 επιτίμηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---