ItalianoGreco


risàlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈsalto]

1 βράχος με επίπεδες προεξοχές
2 υποθαλάσσιος ύφαλος κοντά σε ακτή
3 έμφαση
4 ανάγλυφο
5 προεξοχή
6 προέκταση
7 προβολή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---