ItalianoGreco


risanàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [risaˈnare]

1 ανακτώ δυνάμεις
2 θεραπεύομαι
3 αναρρώνω
4 γίνομαι καλά

risanàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [risaˈnare]

1 ιαίνω
2 ισοσκελίζω προϋπολογισμό
3 αναμορφώνω
4 επουλώνω
5 γιατρεύω
6 θεραπεύω
7 ανακτώ (έδαφος)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---