ItalianoGreco


risatìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [risaˈtina]

1 συγκρατημένο χαχανητό
2 πονηρό γέλιο
3 προκλητικό γέλιο
4 χαχανητό
5 κρυφόγελο
6 ύπουλο γέλιο
7 χάχανο
8 χαχανητό
9 κακάρισμα
10 πνιχτό γέλιο
11 νευρικό γέλιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---