ItalianoGreco


risecchìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [risekˈkire]

1 κατσιάζω
2 ζαρώνω
3 αφυδατώνομαι
4 στεγνώνω
5 σταφιδιάζω
6 στερεύω
7 μαραίνομαι
8 αποξηραίνομαι
9 μαραζώνω
10 ξεραίνομαι
11 μαραγκιάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---