ristàgno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [risˈtaɲɲo]
1 αδράνεια
2 ακινησία
3 στασιμότητα
4 αδιαφορία
5 τελμάτωση
6 αποτελμάτωση
7 αβελτηρία
8 λίμνασμα
9 απραξία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [risˈtaɲɲo]
1 αδράνεια
2 ακινησία
3 στασιμότητα
4 αδιαφορία
5 τελμάτωση
6 αποτελμάτωση
7 αβελτηρία
8 λίμνασμα
9 απραξία
permalink
ristagno (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android