ItalianoGreco


ristoratìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ristoraˈtivo]

τονωτικό

ristoratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ristoraˈtivo]

1 αναζωογονητικός
2 τονωτικός
3 δυναμωτικός
4 δροσιστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z