ItalianoGreco


ritégno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈteɲɲo]

1 διστακτικότητα
2 επιφύλαξη
3 επιφυλακτικότητα
4 συγκράτηση
5 επιφυλακτική στάση
6 σωφροσύνη
7 μετριοπάθεια
8 εγκράτεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---