ritenzióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ritenˈtsjone]
1 επίσχεση (ιατρική)
2 κατακράτηση (ούρων)
3 κράτηση
4 συγκράτηση
5 παρακράτηση
6 σταμάτημα
7 ακινητοποίηση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ritenˈtsjone]
1 επίσχεση (ιατρική)
2 κατακράτηση (ούρων)
3 κράτηση
4 συγκράτηση
5 παρακράτηση
6 σταμάτημα
7 ακινητοποίηση
permalink
ritenzione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android