ItalianoGreco


ritiràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ritiˈrato]

1 σιωπηλός
2 κουμπωμένος
3 επιφυλακτικός
4 αποτραβηγμένος
5 απόμερος
6 ανάμερος
7 ερημικός
8 απομονωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---