ItalianoGreco


rivistaiòlo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rivistaˈjɔlo]

1 ρηχός
2 κακόγουστος
3 επιθεωρησιακός
4 επιπόλαιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---