ItalianoGreco


rocchétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rokˈketto]

1 άμφιο επισκόπου (είδος)
2 κουβαρίστρα
3 πηνίο
4 καρούλι
5 μασούρι
6 μπομπίνα
7 ροδάνι
8 τροχός
9 τροχίσκος
10 τροχαλία
11 τσικρίκι
12 ηλακάτη διπλή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---