ItalianoGreco


roccocò  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rokkoˈkɔ]

1 ροκοκό
2 περίτεχνος
3 απαρχαιωμένος
4 ξεπερασμένος σε μόδα
5 με πολλά στολίδια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z