romàico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [roˈmajko]
1 νεοελληνική γλώσσα
2 ρωμαίικα
3 νεοελληνικά
romàico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [roˈmajko]
1 νεοελληνικός
2 ρωμαίικος
3 ο της δημοτικής γλώσσας Ελλήνων
4 ο των Νεοελλήνων ή της σύγχρονης Ελλάδας
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [roˈmajko]
1 νεοελληνική γλώσσα
2 ρωμαίικα
3 νεοελληνικά
romàico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [roˈmajko]
1 νεοελληνικός
2 ρωμαίικος
3 ο της δημοτικής γλώσσας Ελλήνων
4 ο των Νεοελλήνων ή της σύγχρονης Ελλάδας
permalink
romaico (ουσ αρσ )
romaico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android