romàncio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [roˈmanʧo]
ρετο-ρωμανική διάλεκτος που μιλιέται στη Γκριζόν (Ελβετικό καντόνι)
romàncio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [roˈmanʧo]
ο της ρετο-ρωμανικής διαλέκτου που μιλιέται στη Γκριζόν (Ελβετικό καντόνι)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [roˈmanʧo]
ρετο-ρωμανική διάλεκτος που μιλιέται στη Γκριζόν (Ελβετικό καντόνι)
romàncio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [roˈmanʧo]
ο της ρετο-ρωμανικής διαλέκτου που μιλιέται στη Γκριζόν (Ελβετικό καντόνι)
permalink
romancio (ουσ αρσ )
romancio (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android