ItalianoGreco


rovesciàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [roveʃˈʃato]

1 ανατραπείς
2 ριγμένος πίσω
3 αντίστροφος
4 υπερκείμενος
5 με ανάποδη θέση
6 γυρισμένος τα μέσα έξω
7 τουμπαρισμένος
8 αναποδογυρισμένος
9 ανάποδος
10 πεσμένος
11 ανάστροφος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---