ItalianoGreco


rovinóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [roviˈnoso], [roviˈnozo]

1 καταστρεπτικός
2 θανατηφόρος
3 μοιραίος
4 αφανιστικός
5 αναπότρεπτος
6 επιβλαβής
7 καταστροφικός
8 εκθεμελιωτικός
9 ολέθριος
10 εκθεμελιωτικός
11 βλαπτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z