Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàcca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsakka]

η σακούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sabotatore saccarasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sabbioso (επίθ.)
sabina (θηλ.ουσ)
sabotaggio (ουσ αρσ )
sabotare (ρ. μτβ.)
sabotatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sacca (θηλ.ουσ)
saccarasi (θηλ.ουσ)
saccarico (επίθ.)
saccaride (ουσ αρσ )
saccarifero (επίθ.)
saccarificare (ρ. μτβ.)
saccarificazione (θηλ.ουσ)
saccarimetria (θηλ.ουσ)
saccarimetro (ουσ αρσ )
saccarina (θηλ.ουσ)
saccarinato (επίθ.)
saccarino (επίθ.)
saccaroide (επίθ.)
saccarometro (ουσ αρσ )
saccaromiceti (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---