Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsakko]

το σακί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sacciforme saccoccia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dare un sacco di botte = δίνω πολύ ξύλο || sacco [αρσ.] a pelo = ο σάκος ύπνου, ο υπνόσακος || un sacco [αρσ.] di... = ένας σωρός από...


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saccheggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saccheggio (ουσ αρσ )
sacchetta (θηλ.ουσ)
sacchetto (ουσ αρσ )
sacciforme (επίθ.)
sacco (ουσ αρσ )
saccoccia (θηλ.ουσ)
saccocciata (θηλ.ουσ)
saccomanno (ουσ αρσ )
saccone (ουσ αρσ )
sacculare (επίθ.)
sacculato (επίθ.)
sacculo (ουσ αρσ )
sacello (ουσ αρσ )
sacerdotale (επίθ.)
sacerdote (ουσ αρσ )
sacerdotessa (θηλ.ουσ)
sacerdozio (ουσ αρσ )
sacrale (επίθ.)
sacralità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---