Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saccheggiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sakkedʤaˈtore]

1 πειρατής
2 ληστής
3 λογοκλόπος
4 άρπαγας
5 λαφυραγωγός
6 πλιατσικολόγος
7 εργάτης που σακιάζει
8 κουρσευτής
9 διαγουμιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saccheggiare saccheggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saccente (επίθ.)
saccentemente (επίρ.)
saccenteria (θηλ.ουσ)
saccheggiamento (ουσ αρσ )
saccheggiare (ρ. μτβ.)
saccheggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saccheggio (ουσ αρσ )
sacchetta (θηλ.ουσ)
sacchetto (ουσ αρσ )
sacciforme (επίθ.)
sacco (ουσ αρσ )
saccoccia (θηλ.ουσ)
saccocciata (θηλ.ουσ)
saccomanno (ουσ αρσ )
saccone (ουσ αρσ )
sacculare (επίθ.)
sacculato (επίθ.)
sacculo (ουσ αρσ )
sacello (ουσ αρσ )
sacerdotale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---