ItalianoGreco


sacralizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sakraliddzatˈtsjone]

1 άγιασμα
2 αγιασμός
3 αγιοποίηση
4 καθοσίωση
5 ευλογία
6 καθαγίαση
7 καθαγιασμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---