ItalianoGreco


sacramentàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sakramenˈtale]

1 μυστηριακός
2 σχετικός με θεία μυστήρια
3 καθαγιασμένος
4 μυσταγωγικός
5 (al plurale: ((sacramentali))) θεία μυστήρια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---