ItalianoGreco


sàlice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsaliʧe]

η ιτιά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


salice [αρσ.] piangente = η κλαίουσα ιτιά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---