ItalianoGreco


sàlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsalto]

το πήδημα, το σάλτο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(επισκέπτομαι) fare un salto da = (fare una visita) πετάγομαι στο σπίτι || salto [αρσ.] con l'asta = το άλμα επί κοντώ || salto [αρσ.] in alto = το άλμα εις ύψος || salto [αρσ.] in lungo = το άλμα εις μήκος || salto [αρσ.] mortale = το πήδημα του θανάτου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---