saltimbànco
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [,saltimˈbanko]
1 καμποτίνος
2 κομπογιαννίτης
3 τσαρλατάνος
4 ταχυδακτυλουργός πλανόδιος
5 ακροβάτης πλανόδιος
6 σαλτιμπάγκος
7 αγύρτης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [,saltimˈbanko]
1 καμποτίνος
2 κομπογιαννίτης
3 τσαρλατάνος
4 ταχυδακτυλουργός πλανόδιος
5 ακροβάτης πλανόδιος
6 σαλτιμπάγκος
7 αγύρτης
permalink
saltimbanco (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android