sanatòrio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sanaˈtɔrjo]
1 κέντρο αποκατάστασης υγείας
2 θεραπευτήριο
3 φθισιατρείο
4 σανατόριο
sanatòrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sanaˈtɔrjo]
1 διορθωτικός
2 αποζημιωτικός
3 βελτιωτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sanaˈtɔrjo]
1 κέντρο αποκατάστασης υγείας
2 θεραπευτήριο
3 φθισιατρείο
4 σανατόριο
sanatòrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sanaˈtɔrjo]
1 διορθωτικός
2 αποζημιωτικός
3 βελτιωτικός
permalink
sanatorio (ουσ αρσ )
sanatorio (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android